- νηλεόθυμος
- νηλεόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό-θυμος, μεγαλό-θυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηλεόθυμος — of ruthless spirit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλεόθυμον — νηλεόθυμος of ruthless spirit masc/fem acc sg νηλεόθυμος of ruthless spirit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλεόθυμε — νηλεόθυμος of ruthless spirit masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek